κλειδαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κλειδαριά | οι | κλειδαριές |
γενική | της | κλειδαριάς | των | κλειδαριών |
αιτιατική | την | κλειδαριά | τις | κλειδαριές |
κλητική | κλειδαριά | κλειδαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kli.ðaɾˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐δα‐ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
κλειδαριά θηλυκό
- Μηχανισμός που ασφαλίζει την είσοδο ενός χώρου (σπιτιού, καταστήματος, δωματίου, κτλ...) με τη βοήθεια ενός κλειδιού.
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλειδαριά
|