Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλαψούρα οι κλαψούρες
      γενική της κλαψούρας
    αιτιατική την κλαψούρα τις κλαψούρες
     κλητική κλαψούρα κλαψούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλαψούρα < κλάψα + -ούρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλαψούρα θηλυκό

  1. μεγεθυντικό του: κλάψα
  2. (ειδικότερα) μονότονο και συνεχές κλαψούρισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία