Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η κλίμακα Ρίχτερ
      γενική της κλίμακας Ρίχτερ
    αιτιατική την κλίμακα Ρίχτερ
     κλητική κλίμακα Ρίχτερ
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλίμακα Ρίχτερ < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Richter scale. → και δείτε τις λέξεις κλίμακα και Ρίχτερ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkli.ma.ka ˈɾi.xteɾ/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κλίμακα Ρίχτερ θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία