Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλήρωση οι κληρώσεις
      γενική της κλήρωσης* των κληρώσεων
    αιτιατική την κλήρωση τις κληρώσεις
     κλητική κλήρωση κληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλήρωση < αρχαία ελληνική κλήρωσις < κληρόω-ῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλήρωση θηλυκό

  • η διαδικασία που αποσκοπεί στην επιλογή με τυχαίο τρόπο ενός από πολλά (προσώπου, πράγματος, αριθμού κλπ)


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία