κιχώριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιχώριι | τα | κιχώριια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κιχώριι | τα | κιχώριια |
κλητική | κιχώριι | κιχώριια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιχώριο < ελληνιστική κοινή κιχώριον[1] / κιχόριον[2] < κίχορα / κιχόρη < (ίσως) προελληνική [3] ή αρχαία αιγυπτιακή [3]
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιχώριο ουδέτερο
- (βοτανική) γένος φυτών της οικογένειας Αστεροειδή (Asteraceae)
Υπώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κιχώριο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ κιχώριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ κιχόριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 3,0 3,1 κίχορα - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.