Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιρμάς οι κιρμάδες
      γενική του κιρμά των κιρμάδων
    αιτιατική τον κιρμά τους κιρμάδες
     κλητική κιρμά κιρμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιρμάς < τουρκική kirma +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιρμάς αρσενικό ή καρμάς

  • πίτουρα από εγχώριο σιτάρι ανάμικτα με καλαμπόκι ως εκλεκτή τροφή των προβάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία