Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κινητροδοτώ < κίνητρο + -ο- + -δοτώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.ni.tɾo.ðoˈto/

  Ρήμα επεξεργασία

κινητροδοτώ

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία