κινίνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κινίνο | τα | κινίνα |
γενική | του | κινίνου | των | κινίνων |
αιτιατική | το | κινίνο | τα | κινίνα |
κλητική | κινίνο | κινίνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική chinina (θηλυκό που θεωρήθηκε πληθυντικός ουδετέρου)[1] < ισπανική quina < κέτσουα kina
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈni.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νί‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινίνο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
εκφράσεις επεξεργασία
- «αυτός ο καφές είναι κινίνο».
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κινίνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας