κινάση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κινάση | οι | κινάσες |
γενική | της | κινάσης | των | κινασών |
αιτιατική | την | κινάση | τις | κινάσες |
κλητική | κινάση | κινάσες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κινάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική kinase < αρχαία ελληνική κινέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κινάση θηλυκό
- (βιοχημεία) ένζυμο που αποτελεί καταλύτη στη διαδικασία της φωσφορυλίωσης
Συγγενικά επεξεργασία
- εντεροκινάση
- → δείτε τη λέξη κινώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- kinase στην αγγλική Βικιπαίδεια