κιθαριστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιθαριστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιθαριστής. Συγκρίνετε με το κιθαρίστας.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.θa.ɾiˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐θα‐ρι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιθαριστής αρσενικό (θηλυκό κιθαρίστρια)
- (μουσική) ≋ ταυτόσημα: → δείτε τη λέξη κιθαρίστας αρσενικό (θηλυκό κιθαρίστα)
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κιθάρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κιθαριστής
→ δείτε τη λέξη κιθαρίστας |
Πηγές επεξεργασία
- κιθαριστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κιθαριστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κῐθᾰριστα- | |||||
ονομαστική | ὁ | κιθαριστής | οἱ | κιθαρισταί | |
γενική | τοῦ | κιθαριστοῦ | τῶν | κιθαριστῶν | |
δοτική | τῷ | κιθαριστῇ | τοῖς | κιθαρισταῖς | |
αιτιατική | τὸν | κιθαριστήν | τοὺς | κιθαριστᾱ́ς | |
κλητική ὦ! | κιθαριστᾰ́ | κιθαρισταί | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιθαριστᾱ́ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κιθαρισταῖν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιθαριστής, -οῦ αρσενικό (θηλυκό κιθαρίστρια & κιθαριστρίς)
- (μουσική) κιθαριστής, εκτελεστής κιθάρας (της αρχαίας κιθάρας)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κιθάρα
Πηγές επεξεργασία
- κιθαριστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κιθαριστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.