κιβώριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιβώριο | τα | κιβώρια |
γενική | του | κιβωρίου & κιβώριου |
των | κιβωρίων |
αιτιατική | το | κιβώριο | τα | κιβώρια |
κλητική | κιβώριο | κιβώρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιβώριο < (ελληνιστική κοινή) κιβώριον < αρχαία αιγυπτιακά
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιβώριο ουδέτερο
- (θρησκεία) (αρχιτεκτονική) κατασκευή με θολωτό σχήμα που τίθεται πάνω από την Αγία Τράπεζα ενός ιερού