κιβωτίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιβωτίδιο | τα | κιβωτίδια |
γενική | του | κιβωτίδιου & κιβωτιδίου |
των | κιβωτίδιων & κιβωτιδίων |
αιτιατική | το | κιβωτίδιο | τα | κιβωτίδια |
κλητική | κιβωτίδιο | κιβωτίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κιβωτίδιο < ελληνιστική κοινή κιβωτίδιον < αρχαία ελληνική κιβώτιον < κιβωτός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.voˈti.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐βω‐τί‐δι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κιβωτίδιο ουδέτερο
- (σπάνιο, λόγιο) υποκοριστικό του κιβώτιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κιβωτίδιο
|