Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κηρίο τα κηρία
      γενική του κηρίου των κηρίων
    αιτιατική το κηρίο τα κηρία
     κλητική κηρίο κηρία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κηρίο < υποκοριστικό του κηρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κηρίο ουδέτερο

  1. κερί
  2. (φυσική) μονάδα φωτεινής ροής
  3. (ιατρική) μολυσματικό κηρίο: βακτηριδιακή μόλυνση του δέρματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία