κεφαλαιοκράτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεφαλαιοκράτης < κεφάλαι(ο) + -ο- + -κράτης (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capitaliste
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.fa.le.oˈkɾa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λαι‐ο‐κρά‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεφαλαιοκράτης αρσενικό (θηλυκό κεφαλαιοκράτισσα)
- (οικονομία) αυτός που κατέχει (μεγάλα) κεφάλαια και (σε καπιταλιστικά πλαίσια) προσπαθεί να τα διατηρήσει ή να τα αυξήσει
- (οικονομία) οπαδός και υπέρμαχος του καπιταλιστικού συστήματος, της κεφαλαιοκρατίας
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κεφαλαιοκρατία
- κεφαλαιοκρατικά
- κεφαλαιοκρατικός
- κεφαλαιοκράτισσα
- → δείτε τις λέξεις κεφάλαιο, κεφάλι και κρατώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεφαλαιοκράτης