κερκίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κερκίδα | οι | κερκίδες |
γενική | της | κερκίδας | των | κερκίδων |
αιτιατική | την | κερκίδα | τις | κερκίδες |
κλητική | κερκίδα | κερκίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερκίδα < αρχαία ελληνική κερκίς
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κερκίδα θηλυκό
- (ανατομία) το ένα από τα δύο οστά του πήχυ του χεριού, που ξεκινά από τον αγκώνα και φτάνει στον καρπό, στην πλευρά του αντίχειρα
- τμήμα του κοίλου του αρχαίου θεάτρου, μεταξύ δύο κλιμάκων
- τμήμα των θέσεων για τους θεατές σε ένα γήπεδο
- οι θεατές που υποστηρίζουν την ίδια ομάδα και παρακολουθούν τον αγώνα καθισμένοι όλοι στην ίδια πλευρά του γηπέδου