κεραυνόπληκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεραυνόπληκτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κεραυνόπληκτος < κεραυν(ός) + -ό- + -πληκτος
Επίθετο επεξεργασία
κεραυνόπληκτος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
έκπληκτος, με τη λέξη κεραυνός
|
Πηγές επεξεργασία
- κεραυνόπληκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεραυνόπληκτος < αρχαία ελληνική κεραυν(ός) + -ό- + -πληκτος
Πηγές επεξεργασία
- κεραυνόπληκτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεραυνόπληκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.