κεραμομεταλλουργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεραμομεταλλουργικός < κεραμομεταλλουργ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
κεραμομεταλλουργικός, -ή, -ό
- σχετικός με την κεραμομεταλλουργία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεραμομεταλλουργικός
|