Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κεντρομερές τα κεντρομερή
      γενική του κεντρομερούς των κεντρομερών
    αιτιατική το κεντρομερές τα κεντρομερή
     κλητική κεντρομερές κεντρομερή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεντρομερές < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική centromere < αρχαία ελληνική κέντρον + μέρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κεντρομερές ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία