Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κενοφοβία οι κενοφοβίες
      γενική της κενοφοβίας των κενοφοβιών
    αιτιατική την κενοφοβία τις κενοφοβίες
     κλητική κενοφοβία κενοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κενοφοβία < κενό + -φοβία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κενοφοβία θηλυκό

  • (ιατρική) φοβία για το κενό, παθολογικός φόβος για τον κενό χώρο
  • στη ζωγραφική, horror vacui, το γέμισμα όλης της επιφάνειας του καμβά με αντικείμενα

  Μεταφράσεις επεξεργασία