κενοφοβία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κενοφοβία θηλυκό
- (ιατρική) φοβία για το κενό, παθολογικός φόβος για τον κενό χώρο
- στη ζωγραφική, horror vacui, το γέμισμα όλης της επιφάνειας του καμβά με αντικείμενα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κενοφοβία
|