Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κενολογώ < αρχαία ελληνική κενολογέω < κενός + λόγος

  Ρήμα επεξεργασία

κενολογώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία