Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καψούλι τα καψούλια
      γενική του καψουλιού των καψουλιών
    αιτιατική το καψούλι τα καψούλια
     κλητική καψούλι καψούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καψούλι < κάψουλ(α) + < ιταλική capsula. Δείτε και καψούλα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈpsu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ψού‐λι
παρώνυμο: καψούλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καψούλι ουδέτερο

  1. μικρή πλαστική ή μεταλλική θήκη που περιέχει ύλη που συμβάλλει στην εκπυρσοκρότηση
  2. (φαρμακευτική) συνώνυμο του κάψουλα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία