καψούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καψούλι | τα | καψούλια |
γενική | του | καψουλιού | των | καψουλιών |
αιτιατική | το | καψούλι | τα | καψούλια |
κλητική | καψούλι | καψούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈpsu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ψού‐λι
- παρώνυμο: καψούλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καψούλι ουδέτερο
- μικρή πλαστική ή μεταλλική θήκη που περιέχει ύλη που συμβάλλει στην εκπυρσοκρότηση
- (φαρμακευτική) συνώνυμο του κάψουλα
Άλλες μορφές επεξεργασία
- καψύλιο (λόγιο)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κάψουλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καψούλι