καφετέρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καφετέρια < (άμεσο δάνειο) αγγλική cafeteria < αμερικανο-ισπανική cafetería < cafetera < γαλλική cafetière < café < οθωμανική τουρκική قهوه (kahve) < αραβική قهوة (qahwa: καφές)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καφετέρια θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- (καφενείο)
Παρώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καφές
Δείτε επίσης επεξεργασία
- καφετέρια στη Βικιπαίδεια