καυλώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καυλώνω < από το ουσιαστικό καυλός
Ρήμα επεξεργασία
καυλώνω
- ερεθίζομαι σεξουαλικά, ανάβω, έχω έντονη επιθυμία για συνουσία, έχω καύλες
- στον προφορικό κυρίως λόγο, συναντάται και γκαυλώνω