Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσικώνομαι < λείπει η ετυμολογία (κατσίκι(;), έκατσα(;))

  Ρήμα επεξεργασία

κατσικώνομαι

  1. κάθομαι σε ένα σημείο, ενοχλώντας κάποιον, και δεν μετακινούμαι
  2. πεισμώνω, έχω ιδιότροπη συμπεριφορά

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία