κατσαπλιάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατσαπλιάς < αβέβαιης ετυμολογίας, (πιθανώς) πλιάτσικο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.t͡saˈpʎas/
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατσαπλιάς αρσενικό
- (μειωτικό) αντάρτης του Εμφύλιου Πολέμου 1946–1949
- ※ Την άλλη μέρα, μου είπε ο αστυνόμος πως δήθεν έπιασαν μιαν αποθήκη με πυρομαχικά των «κατσαπλιάδων». (Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, γ΄ τόμος, Αθήνα 2003)
- (παρωχημένο) κλέφτης
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατσαπλιάς
|