Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλιάτσικο τα πλιάτσικα
      γενική του πλιάτσικου των πλιάτσικων
    αιτιατική το πλιάτσικο τα πλιάτσικα
     κλητική πλιάτσικο πλιάτσικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλιάτσικο < (άμεσο δάνειο) αλβανική plaçkë (=λάφυρο) < σλαβικής προέλευσης pljatška

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpʎa.t͡si.ko/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλιάτσικο ουδέτερο

  • η λεηλασία, η αρπαγή πλούτου και αντικειμένων αξίας σε καιρό πολέμου ή σε άλλες έκρυθμες καταστάσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία