Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατρακυλάω < (ελληνιστική κοινή) κατακυλίω < κατά + κυλίω

  Ρήμα επεξεργασία

κατρακυλάω

  Μεταφράσεις επεξεργασία