Δείτε επίσης: Κατηφές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατιφές οι κατιφέδες
      γενική του κατιφέ των κατιφέδων
    αιτιατική τον κατιφέ τους κατιφέδες
     κλητική κατιφέ κατιφέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατιφές < (άμεσο δάνειο) τουρκική katife < αραβική قطيفة (katīfa, βελούδο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατιφές αρσενικό

  1. (βοτανική, λουλούδι) καλλωπιστικό μονοετές φυτό με πορτοκαλί ή κίτρινα άνθη
     συνώνυμα: τσετσέκι
  2. (παρωχημένο) είδος βελούδου από μετάξι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία