κατιφές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κατιφές | οι | κατιφέδες |
γενική | του | κατιφέ | των | κατιφέδων |
αιτιατική | τον | κατιφέ | τους | κατιφέδες |
κλητική | κατιφέ | κατιφέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατιφές αρσενικό
- (βοτανική, λουλούδι) καλλωπιστικό μονοετές φυτό με πορτοκαλί ή κίτρινα άνθη
- (παρωχημένο) είδος βελούδου από μετάξι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατιφές
|