Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατηχέω < κατά + αρχαία ελληνική ἠχέω

  Ρήμα επεξεργασία

κατηχέω

  1. (ελληνιστική κοινή) αντηχώ
  2. (ελληνιστική κοινή) κατηχώ, διδάσκω, καθοδηγώ
  3. (ελληνιστική κοινή) παθητική φωνή κατηχέομαι: πληροφορούμαι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία