κατηγορουμένη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατηγορουμένη | οι | κατηγορούμενες |
γενική | της | κατηγορουμένης | των | κατηγορουμένων |
αιτιατική | την | κατηγορουμένη | τις | κατηγορούμενες |
κλητική | κατηγορουμένη | κατηγορούμενες | ||
Δείτε και τη νεότερη εναλλακτική μορφή κατηγορούμενη. Επίσης, την κλίση της μετοχής κατηγορούμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατηγορουμένη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατηγορουμένη, θηλυκό του κατηγορούμενος, αρχαίος πληθυντικός αρσενικού «οἱ κατηγορούμενοι», ουσιαστικοποιημένη μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος κατηγορῶ (κατηγορέω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ti.ɣo.ɾuˈme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τη‐γο‐ρου‐μέ‐νη
- τονικά παρώνυμα: κατηγορούμενη, κατηγορούμενοι
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατηγορουμένη θηλυκό
- (λόγιο, επίσημο) άλλη μορφή του κατηγορούμενη
- ↪ Ομολογήστε λοιπόν κατηγορουμένη!
Άλλες μορφές επεξεργασία
- κατηγορούμενη (λιγότερο επίσημο)
- για το θηλυκό της μετοχής, δείτε κατηγορούμενη
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατηγορουμένη
→ δείτε τη λέξη κατηγορούμενη |
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
κατηγορουμένη θηλυκό
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κατηγορούμενος