Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατηγοριοποιώ < κατηγορία + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

κατηγοριοποιώ (παθητικό: κατηγοριοποιούμαι)

  1. κατατάσσω ένα σύνολο αντικειμένων σε διάφορες κατηγορίες
    Τα κλιματιστικά κατηγοριοποιούνται ανάλογα με...
  2. (μεταφορικά) εντάσσουν εμένα σε μια κατηγορία ή εντάσσω εγώ κάποιους άλλους, παρότι δεν είναι αντικείμενα
    ...η λεγόμενη αξιολόγηση κατηγοριοποιεί τα παιδιά και ειδικότερα τους Ρομά

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία