κατερχόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατερχόμενος < μετοχή ενεστώτα του κατέρχομαι
Μετοχή επεξεργασία
κατερχόμενος -η, -ο
- που κατέρχεται, που κατεβαίνει προς τα κάτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατερχόμενος
|
κατερχόμενος -η, -ο
|