Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατερειπώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατερειπ(ῶ) + -ώνω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.te.ɾiˈpo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τε‐ρει‐πώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

κατερειπώνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία