ερείπωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερείπωση | οι | ερειπώσεις |
γενική | της | ερείπωσης* | των | ερειπώσεων |
αιτιατική | την | ερείπωση | τις | ερειπώσεις |
κλητική | ερείπωση | ερειπώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ερειπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερείπωση < μεσαιωνική ελληνική ἐρείπωσις < ελληνιστική κοινή ἐρειπόω / ἐρειπῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερείπωση θηλυκό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ερειπώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερείπωση