Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατειρώνευση οι κατειρωνεύσεις
      γενική της κατειρώνευσης* των κατειρωνεύσεων
    αιτιατική την κατειρώνευση τις κατειρωνεύσεις
     κλητική κατειρώνευση κατειρωνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατειρωνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατειρώνευση < κατά + ειρωνεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατειρώνευση θηλυκό

  • η πράξη της πλήρους ειρωνείας

  Μεταφράσεις επεξεργασία