καταφύγουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταφύγουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταφεύγω
- θα καταφύγουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταφεύγω
καταφύγουν