Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταφεύγω < αρχαία ελληνική καταφεύγω < κατά + φεύγω

  Ρήμα επεξεργασία

καταφεύγω

  1. βρίσκω καταφύγιο
  2. επιλέγω να κάνω κάτι αναγκαστικά, αν και δεν μου είναι απόλυτα αρεστό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία