κατασκοπεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασκοπεία < κατασκοπεύω + -εία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατασκοπεία θηλυκό
- η προσπάθεια υποκλοπής στρατιωτικών μυστικών άλλης χώρας
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- βιομηχανική κατασκοπεία: η προσπάθεια υποκλοπής απόρρητων μεθόδων κατσκευής ενός βιομηχανικού προϊόντος