κατασκευαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασκευαστικός < κατασκευάζω + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
κατασκευαστικός
- σχετικός με κατασκευή ή με κατασκευαστή
Συγγενικά επεξεργασία
- κατασκευαστικά
- κατασκευαστικώς
- → δείτε τη λέξη κατασκευάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασκευαστικός
|