Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπτοώ < ελληνιστική κοινή καταπτοέω / καταπτοῶ

  Ρήμα επεξεργασία

καταπτοώ (παθητική φωνή: καταπτοούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία