Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταματώνω < κατά + ματώνω < αίμα

  Ρήμα επεξεργασία

καταματώνω

  1. πληγώνω κάποιον πολύ, ώστε να γεμίσει αίματα
  2. βγάζω πολύ αίμα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία