Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταλογάδην < αρχαία ελληνική καταλογάδην < καταλέγω + -δην < κατά + λέγω

  Επίρρημα επεξεργασία

καταλογάδην

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία