καταλληλότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταλληλότητα < κατάλληλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταλληλότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κατάλληλου
- από πολλές πλευρές αμφισβητείται η καταλληλότητα των νέων διδακτικών βιβλίων
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταλληλότητα