κατακαίνουριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατακαίνουριος < κατα- + καινούργιος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
κατακαίνουριος, -α, -ο
- εντελώς καινούργιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατακαίνουριος
|