Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταγγελλόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταγγελλόμεν
ος
η
καταγγελλόμεν
η
το
καταγγελλόμεν
ο
γενική
του
καταγγελλόμεν
ου
της
καταγγελλόμεν
ης
του
καταγγελλόμεν
ου
αιτιατική
τον
καταγγελλόμεν
ο
την
καταγγελλόμεν
η
το
καταγγελλόμεν
ο
κλητική
καταγγελλόμεν
ε
καταγγελλόμεν
η
καταγγελλόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταγγελλόμεν
οι
οι
καταγγελλόμεν
ες
τα
καταγγελλόμεν
α
γενική
των
καταγγελλόμεν
ων
των
καταγγελλόμεν
ων
των
καταγγελλόμεν
ων
αιτιατική
τους
καταγγελλόμεν
ους
τις
καταγγελλόμεν
ες
τα
καταγγελλόμεν
α
κλητική
καταγγελλόμεν
οι
καταγγελλόμεν
ες
καταγγελλόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταγγελλόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
καταγγέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταγγελλόμενος