Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταβολάδα οι καταβολάδες
      γενική της καταβολάδας των καταβολάδων
    αιτιατική την καταβολάδα τις καταβολάδες
     κλητική καταβολάδα καταβολάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πολλαπλασιασμός αμπέλου με καταβολάδες

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβολάδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καταβολάδα θηλυκό

  • (βοτανική) τμήμα ορισμένων φυτών που, χωρίς να κοπεί, φυτεύεται στο έδαφος με σκοπό να δημιουργηθεί νέο φυτό, με νέο ρίζωμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία