κατάφυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάφυση | οι | καταφύσεις |
γενική | της | κατάφυσης* | των | καταφύσεων |
αιτιατική | την | κατάφυση | τις | καταφύσεις |
κλητική | κατάφυση | καταφύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταφύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατάφυση < ελληνιστική κοινή κατάφῠσις < καταφύω < κατά + αρχαία ελληνική φύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατάφυση θηλυκό
- (ανατομία) άκρο μυός που προσφύεται σε οστό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάφυση
|