κατάπληκτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κατάπληκτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κατάπληκτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κατάπληκτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατάπληκτος
κατάπληκτων