Δείτε επίσης: κατάκρισης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάκρισις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάκρισις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάκρισις θηλυκό (λόγια μεσαιωνική)

  1. αποδοκιμασία, μομφή, κατηγορία όπως κατάκριση (νέα ελληνικά)
  2. (νομικός όρος) καταδίκη όπως κατάκρισις (ελληνιστική κοινή)
     συνώνυμα: κατάκριμα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κατακρίνω, κατά και κρίνω

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάκρισῐς αἱ κατακρίσεις
      γενική τῆς κατακρίσεως τῶν κατακρίσεων
      δοτική τῇ κατακρίσει ταῖς κατακρίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάκρισῐν τὰς κατακρίσεις
     κλητική ! κατάκρισῐ κατακρίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατακρίσει
γεν-δοτ τοῖν  κατακρισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάκρισις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κατακρίνω < κατά + κρίνω. Μορφολογικά, κατά- + κρίσις.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κατάκριση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάκρισις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. καταδίκη
  2. κρίση

  Πηγές επεξεργασία