Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάγναντα < κατά + αγνάντια

  Επίρρημα επεξεργασία

κατάγναντα

  • (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) ακριβώς απέναντι, κατέναντι
    ※  Άγγελος Σικελιανός, Το τραγούδι των Αργοναυτών, (απόσπασμα), από την ποιητική συλλογή Πάσχα των Ελλήνων (1918-1919)
    »Χαίρε μας, άγιε κίνδυνε, μικρούλι συννεφάκι,
    που προβοδάς, κατάγναντα στην πλώρη μας, με ορμή,
    κι ανοιγοκλείς κατάμαυρο φτερό, σαν το κοράκι
    που από μακρά το ξέταφο μυρίστηκε κορμί!
    ※  Γιάννης Ρίτσος, Τ' άσπρο ξωκλήσι, από την ποιητική συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973), ※  @ebooks.edu.gr
    T' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά, κατάγναντα στον ήλιο,
    πυροβολεί με το παλιό, στενό παράθυρό του,
    Και την καμπάνα του αψηλά, στον πλάτανο δεμένη,
    τηνε κουρντίζει ολονυχτίς για του Αϊ-Λαού τη σκόλη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία